-
1 dikiliş
ράψιμο, φύτεμα -
2 dikiş
ράψιμο, ραφή -
3 dikme
ράψιμο, φύτεμα, φύτευση -
4 шитьё
-
5 отшить
отошью, отошьшь, προστκ. отши,ρ.σ.1. ξεκαρφώνω•отшить доски ξεκαρφώνω τις σανίδες.
2. (απλ.) διώχνω, δίνω δρόμο, ξε-κουμπίζω.3. τελειώνω το ράψιμο.(απλ.) τελειώνω το ράψιμο. -
6 прошивка
-и θ.1. ράψιμο• γάζωμα•прошивка подошвы ράψιμο τής σόλας.
2. κορδέλα ραμμένη. -
7 стёжка
-
8 тачка
-
9 шить
шить 1шью, шьшь, προστκ. шей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шитый, βρ: шит-а, -оρ.δ.1. ράβω, ράπτω•шить на машине ράβω στη μηχανή•
иголькой ράβω με το βελόνι (ραφιδεύω).
2. μ. φτιάχνω•шить костюм ράβω κοστούμι•
шить обуви, ράβω παπούτσια.
3. κεντώ, διακοσμώ.εκφρ.шито да крыто – κ. шито-крыто κρυφά κι ανάκρυφα (τελείως κρυφά και μυστικά)•ни шьт ни порет – ούτε ναι, ούτε όχι• δεν το κόβει (αποφεύγει οριστική λύση, απόφαση).1. ράβομαι, ράπτομαι. || κεντιέμαι.2. έχω τη διάθεση ή τη δυνατότητα να ράψω.шить 2-я ουδ.το ράψιμο•шить одевды ράψιμο ενδύματος•
курсы кройки и -я μαθήματα κοπτικής και ραπτικής.
|| κέντημα•шить красивого узора κέντημα ωραίου διακοσμητικού ή σχεδίου•
золотое шить το χρυσοκέντημα.
|| αθρσ. τα κεντήματα. -
10 зашивка
1. (устранение отверстия, дыры путём скрепления краёв швом) το ράψιμο 2. (обивание, напр. досками) η επένδυση, η κάλυψη (π.χ. με σανίδια)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зашивка
-
11 кройка
η κοπτικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кройка
-
12 подшивка
1. тех. το σανίδωμα 2. (зашивание, пришивание) το ράψιμο 3 (газет, документов и т.п.) η συρραφή (εφημερίδων, εγγράφων κ.λπ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подшивка
-
13 пройма
η μασχάλη του ενδύματος (στο ράψιμο, κόψιμο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пройма
-
14 дошивать
дошиватьнесов, дошить сов τελειώνω τό ράψιμο. -
15 подшивка
подшивкаж1. (действие) τό ντύσιμο, ἡ κρασπέδωση, τό ράψιμο[ν] / τό κράσ-πεδο[ν], τό φοδράρισμα (подкладки)·2. (у платья) ὁ γόρος·3. (газет, бумаг) ἡ σειρά, ἡ συλλογή. -
16 пошивка
пошив||каж τό ράψιμο[ν], ἡ ραφή. -
17 прошивка
прошивкаж τό ράψιμο[ν], ἡ συρραφή:кружевная \прошивка λωρίδα δαντέλλας. -
18 шитье
шить||ес1. τό ράψιμο, ἡ ραπτική:курсы кройки и \шитьея μαθήματα κοπτικής καί ραπτικής·2. (украшение, отделка) τό κέντημα/ τά κεντήματα (изделия):ручное \шитьее τό ἐργόχειρο κέντημα. -
19 needlework
noun (work done with a needle ie sewing, embroidery etc.) κέντημα,εργόχειρο,ράψιμο -
20 sewing
1) (the activity of sewing: I was taught sewing at school.) ραπτική2) (work to be sewn: She picked up a pile of sewing.) ράψιμο,ραψίδια
См. также в других словарях:
ράψιμο — το / ῥάψιμον, ΝΜ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ράβω, το να ράβει κανείς κάτι 2. η αμοιβή τού ράφτη, τα ραφτικά (α. «το ράψιμο μού κόστισε πολύ φθηνά» β. «ἔπαρ τὸ ῥάψιμόν σου», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαψ τού αορ. ἔ ραψ α τού ῥάπτω + κατάλ … Dictionary of Greek
ράψιμο — το, ατος πληθ. ατα, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ράβω: Κερδίζει το ψωμί της με το ράψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
ραφή — η / ῥαφή, ΝΜΑ 1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος … Dictionary of Greek
στρίφωμα — το, Ν [στριφώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στριφώνω, ράψιμο αναδιπλωμένης άκρης υφάσματος για να μην ξεφτίζει 2. αναδιπλωμένη άκρη τού υφάσματος ή κορδέλα που χρησιμοποιείται για το ράψιμο αυτό … Dictionary of Greek
τρύπωμα — το, ατος 1. κρύψιμο, απόκρυψη, καταχώνιασμα: Γλίτωσε η αλεπού με τρύπωμα στη φωλιά της. 2. πρόχειρο και αραιό ράψιμο, βελόνιασμα: Δεν είναι κανονικό ράψιμο, είναι τρύπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
βελονάκι — το μικρή βελόνα με αγκιστρωτό άκρο, για ράψιμο, πλέξιμο ή κέντημα … Dictionary of Greek
βελόνι — το (Μ βελόνι[ν]) μικρή βελόνα για ράψιμο νεοελλ. 1. ο δείκτης της μαγνητικής πυξίδας 2. ονομασία ψαριού με επίμηκες σώμα, λεπτό και οξύ ρύγχος 3. φρ. α) «κάθεται στα βελόνια» είναι πολύ ανήσυχος 6) «θα χάσει η Πόλη γάιδαρο κι η Βενετιά βελόνι»… … Dictionary of Greek
βελόνιασμα — το 1. το πέρασμα της κλωστής στην τρύπα της βελόνας 2. ράψιμο με βελόνα 3. τρύπημα με βελόνα … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek